Το πρώτο είναι η εξαγγελία για ενιαίο δασμό 60% σε όλα τα κινεζικά προϊόντα και 10-20% στις εισαγωγές προϊόντων από τις υπόλοιπες χώρες, περιλαμβανομένων των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος της πολιτικής αυτής είναι η προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων από τον διεθνή ανταγωνισμό καθώς τα εισαγόμενα προϊόντα θα γίνουν ακριβότερα. Η υπόθεση που γίνεται ότι έτσι θα ενισχυθεί η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, ενώ παράλληλα θα υπάρξουν σημαντικά έσοδα για τον έντονα ελλειμματικό κρατικό προϋπολογισμό.
Τέτοιες μονομερείς κινήσεις, ωστόσο, οδηγούν σε αντίποινα από τις άλλες χώρες, οδηγώντας σε εμπορικούς πολέμους και η εμπειρία έχει δείξει ότι από τους εμπορικούς πολέμους καμία χώρα δεν βγαίνει κερδισμένη. Επιπλέον, οι δασμοί θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον πληθωρισμό καθώς οι Αμερικανοί καταναλωτές θα πληρώνουν υψηλότερες τιμές για ξένα προϊόντα, ενώ και οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα δουν το κόστος τους για πρώτες ύλες ή ενδιάμεσα προϊόντα να αυξάνεται.
Αυτός είναι ο λόγος που στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι υπάρχει δυνατότητα για συζητήσεις με τη νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον ώστε να αποφευχθεί ένας επιζήμιος και για τις δύο πλευρές εμπορικός πόλεμος. Αντί για δασμούς, οι Βρυξέλλες θα προτείνουν διμερείς συμφωνίες, όπως για μεγαλύτερες εισαγωγές αμερικανικού LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) που χρειάζεται η ΕΕ μετά την απεξάρτησή της από τις ροές ρωσικού αερίου.
Το δεύτερο αδύναμο σημείο της προεκλογικής ατζέντας του Τραμπ είναι το τεράστιο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, το οποίο το 2024 εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 36 τρις. δολάρια ή το 123% του ΑΕΠ της χώρας, με ανοδική τάση. Στην έκθεση του για την αμερικανική οικονομία πριν από λίγους μήνες, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε την Ουάσιγκτον ότι θα πρέπει να λάβει μέτρα για τη συγκράτηση του χρέους, συνιστώντας τη σταδιακή αύξηση της φορολογίας εισοδήματος.
Το Ταμείο τόνισε τους κινδύνους που εγκυμονεί το χρέος για την παγκόσμια οικονομία, αλλά και για την αμερικανική οικονομία. Διότι, μπορεί οι ΗΠΑ λόγω τους στάτους που έχουν ως παγκόσμια δύναμη να μπορούν να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους, αλλά αυτό γίνεται με υψηλότερα επιτόκια. Επιπλέον, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν υποβαθμίσει το αξιόχρεο τους, το οποίο δεν είναι πλέον στην ανώτερη βαθμίδα (ΑΑΑ).
Ο Τραμπ υποσχέθηκε προεκλογικά τη διατήρηση και μετά το 2025 των φορολογικών ελαφρύνσεων, που είχε προωθήσει ο ίδιος στην πρώτη θητεία του, αλλά και νέες ελαφρύνσεις, όπως η μείωση του εταιρικού συντελεστή από το 21% στο 15%. Αν οι εξαγγελίες αυτές λαμβάνονταν τοις μετρητοίς θα πρόσθεταν 7,75 τρις. δολάρια στο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ την επόμενη 10ετία, σύμφωνα με εκτίμηση του διακομματικού Γραφείου για τον Προϋπολογισμό στο Κογκρέσο.
Μετά την εξασφάλιση του ελέγχου και των δύο νομοθετικών σωμάτων του Κογκρέσου – της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων – από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τραμπ θα έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στη φορολογία καθώς δεν θα κινδυνεύει από μπλόκο των Δημοκρατικών σε νομοσχέδιά του. Ωστόσο, είναι αρκετοί οι Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές και γερουσιαστές που έχουν εκφράσει τις ανησυχίες τους για το χρέος και μπορεί να υπάρξουν εσωκομματικές ενστάσεις που θα οδηγούσαν σε μερική αναδίπλωση τον Τραμπ.
Η μείωση των φόρων θα ήταν πιο εύκολη, αν γινόταν προσπάθεια συγκράτησης ή μείωσης των δαπανών, ώστε να περιοριζόταν το πρόσθετο χρέος από τη δημοσιονομική πολιτική του εκλεγμένου προέδρου. Η εμπειρία, όμως, των τελευταίων δεκαετιών έδειξε ότι οι προσπάθειες που έγιναν από διάφορες κυβερνήσεις – περιλαμβανομένης της πρώτης κυβέρνησης του Τραμπ — στην κατεύθυνση αυτή απέτυχαν, υπό το βάρος των αντιδράσεων που προκαλούνται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα τη συγκρότηση ενός άτυπου υπουργείου ή συμβουλευτικής επιτροπής, ρόλος του οποίου θα είναι μεταξύ άλλων να προτείνει περικοπές σπαταλών και η αναδιοργάνωση ή κατάργηση ομοσπονδιακών υπηρεσιών και οργανισμών.
Ο ένας εκ των δύο επικεφαλής του DOGE είναι ο διευθύνων σύμβουλος της Tesla, Έλον Μασκ, ο οποίος υποστήριξε προεκλογικά ότι θα μειώσει τις δημόσιες δαπάνες κατά τουλάχιστον 2 τρις. δολάρια. Από τα λόγια, ωστόσο, μέχρι την πράξη η απόσταση είναι πολύ μεγάλη..