Μυρίζει… Χριστούγεννα για τους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, καθώς η αποκλιμάκωση των τιμών του πετρελαίου τα τελευταία εικοσιτετράωρα «απελευθέρωσε» τους Αμερικανούς από το μόνιμο άγχος της αντλίας βενζίνης και του κόστους της θέρμανσης, λίγες μόλις εβδομάδες πριν από τις γιορτές.
Κατά τη δεύτερη ημέρα εφαρμογής του ανώτατου ορίου τιμών (60 δολάρια ανά βαρέλι) στο ρωσικό πετρέλαιο από τους G7 και την Αυστραλία, αλλά και του εμπάργκο της ΕΕ στις θαλάσσιες εισαγωγές του προς την ΕΕ, τα σημάδια επιστροφής στην κανονικότητα είναι πλέον ορατά, μετά την έκρηξη στις τιμές του «μαύρου χρυσού» το περασμένο καλοκαίρι. Το αμερικανικό πετρέλαιο υποχώρησε χθες στο χαμηλότερο επίπεδο του έτους, δηλαδή κάτω από τα 75 δολάρια το βαρέλι, παρότι ο υψηλός πληθωρισμός, σε συνδυασμό με τα διαδοχικά κύματα ακρίβειας εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τις δυτικές κοινωνίες.
Σε κάθε περίπτωση, η απότομη «βουτιά» στις τιμές του πετρελαίου έφερε χαμόγελα στα χείλη των καταναλωτών, ιδίως στις ΗΠΑ, καθώς αφήνει σοβαρά περιθώρια παραμονής και της βενζίνης σε χαμηλά επίπεδα, τουλάχιστον σε σχέση με αυτά που καταγράφηκαν τους καλοκαιρινούς μήνες.
Συγκεκριμένα, χθες, Τρίτη, το αμερικανικό πετρέλαιο διαμορφώθηκε στα 74,25 δολάρια το βαρέλι, σημειώνοντας υποχώρηση 3,5%, σε μια από τις χαμηλότερες τιμές για το 2022. Σημειωτέον ότι το βαρέλι είχε σκαρφαλώσει στα 130 δολάρια τον περασμένο Μάρτιο λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οπότε η χθεσινή, μειωμένη κατά 43% τιμή του, ανοίγει το δρόμο για «εξορθολογισμό» των τιμών παγκοσμίως μετά την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση.
Πτωτικά κινήθηκε χθες και το αργό πετρέλαιο μπρεντ, το οποίο συνιστά παγκόσμιο σημείο αναφοράς, αφού υποχώρησε κατά 4%, φτάνοντας δηλαδή περίπου τα 79,50 δολάρια το βαρέλι.
Η λήψη ουσιαστικών αντίμετρων από πλευράς της Δύσης σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία φαίνεται να έχει αρχίσει να λειτουργεί υπέρ της πτώσης των τιμών στα ορυκτά καύσιμα, καθώς ΕΕ, G7 και Αυστραλία ανέλαβαν μαζικά πρωτοβουλία για να περιορίσουν τα έσοδα που εισρέουν στα ρωσικά ταμεία μέσω της ενέργειας, με τα οποία χρημαδοτείται η πολεμική μηχανή του Ρώσου Προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, ακόμη και αν ο τελευταίος έχει στρέψει τη διάθεση των διαθέσιμων αποθεμάτων του προς την Κίνα και την Ινδία, παραχωρώντας τους γενναίες εκπτώσεις.
Η «απάντηση» της Μόσχας
Παρότι η Ρωσία έχει ανακατευθύνει τα αποθέματά της προς την Ασία, εντούτοις το εμπάργκο της Δύσης ως προς τη διάθεση του πετρελαίου ενεργοποίησε σενάρια, σύμφωνα με τα οποία η Μόσχα εξετάζει το ενδεχόμενο να ορίσει κατώτατη τιμή για τις διεθνείς πωλήσεις ρωσικού πετρελαίου, όπως μετέδωσε το πρακτορείο Bloomberg. Ειδικότερα, η Μόσχα σκέπτεται είτε να επιβάλει μια σταθερή τιμή για τα βαρέλια ρωσικού πετρελαίου, είτε να ορίσει μέγιστες εκπτώσεις σε διεθνή σημεία αναφοράς, όπου και θα μπορεί να πωλείται, κατά το Bloomberg, το πετρέλαιο.
Πάντως, οι «παρενέργειες» από την επιβολή ανώτατου ορίου στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου είναι πολυεπίπεδες, καθώς εξαιτίας της εφαρμογής του πλαφόν, 22 δεξαμενόπλοια έχουν φρακάρει στα τουρκικά στενά, όπως επισημαίνουν οι New York Times. Εκτός από την επιβολή κατώτατης τιμής, η Μόσχα έχει απειλήσει με πλήρη διακοπή στις πωλήσεις πετρελαίου σε όσες χώρες υιοθετήσουν το πλαφόν, αν και αρκετοί αναλυτές εκλαμβάνουν την παραπάνω δήλωση ως μπλόφα, καθώς θα πλήττονταν τόσο οι όγκοι των ρωσικών εξαγωγών, όσο και τα συνολικά έσοδα της χώρας, σε μια περίοδο που τα συναλλαγματικά διαθέσιμά της περιορίζονται ανησυχητικά μήνα με τον μήνα.
Το σωσίβιο του ΟΠΕΚ+
Αντίθετα, ως μια από τις διαθέσιμες μορφές «απάντησης» της Μόσχας απέναντι στο ενιαίο δυτικό μέτωπο για το πετρέλαιο δεν αποκλείεται να είναι η δημιουργία μιας τεχνητής κρίσης για τη δραστική μείωση των ποσοτήτων που εξάγει, προκειμένου η Ρωσία να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα τις τιμές στο πεδίο της ενέργειας. Και αυτό γιατί η Ρωσία ανθίσταται στην ιδέα να καθορίζει οποιοσδήποτε άλλος την τιμή πώλησης του πετρελαίου της, έχοντας ανοιχτά πλέον στο πλευρό της και συμμάχους. Πρόκειται για τους συμμάχους της στον ΟΠΕΚ+, οι οποίοι παρακολουθούν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας ως «επικίνδυνο προηγούμενο» για πιθανές μελλοντικές ενέργειες εναντίον τους, στηρίζοντας για αυτό το λόγο προληπτικά τις ενέργειες του Κρεμλίνου.
Κατά τη δεξαμενή σκέψης Chatham House, «ίσως η αντίδραση αυτών των κρατών απλώς αντανακλά τον φόβο ότι οι προσπάθειες της Δύσης να συντονίσει τις ενέργειες των καταναλωτών ενέργειας θα μπορούσαν να μετατραπούν σε κάτι που τελικά υπονομεύει την κυρίαρχη θέση του ίδιου του ΟΠΕΚ στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου», δίνοντας για το λόγο αυτό τη δυνατότητα στην Μόσχα να ελίσσεται, αφού οι ηγέτιδες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες δεν ανέστειλαν την απόφασή τους για μειωμένη παραγωγή κατά 2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, κρατώντας τη Ρωσία στο διαπραγματευτικό τραπέζι.
Κλειδί για μερίδα αναλυτών θα αποτελέσει και η στάση της Κίνας στο εξής, καθώς η οικονομική της επιβράδυνση λόγω της πανδημίας και τα παρατεταμένα lockdown επίδρασαν στην πτώση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου, αφού συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας. Με το Πεκίνο, ωστόσο, να ανάβει το «πράσινο φως» σε χαλάρωση των υγειονομικών περιορισμών, τα πράγματα αποκτούν νέα δυναμική. Ιδίως όταν Κίνα και Ινδία προχώρησαν σε προμήθειες ρωσικού πετρελαίου με μεγάλες εκπτώσεις τις ημέρες των αποφάσεων της G7 για το πλαφόν και πρόθεσή τους διαφαίνεται ότι είναι να εξακολουθήσουν την τροφοδοσία τους από τη Ρωσία, αγοράζοντας εκτός του ανώτατου ορίου τιμών.
Στα πιο απαισιόδοξα σενάρια, αν η Μόσχα αποφασίσει τελικά να μειώσει την παραγωγή της, αντί να παρέχει γενναιόδωρες εκπτώσεις στις ασιατικές υπερδυνάμεις, τόσο η Ουάσιγκτον όσο και οι υπόλοιπες έξι ισχυρές οικονομίες του πλανήτη έχουν προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο οι τιμές του πετρελαίου να εκτοξευθούν και πάλι, ακόμη και σε επίπεδα ρεκόρ, όπως τον περασμένο Μάρτιο, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να διαβλέψει τι θα συμβεί σε ένα τέτοιο σενάριο με τον πληθωρισμό.